- χαλικοπαγής
- -ές, Ν1. (για πέτρωμα) αυτός που αποτελείται από χαλίκια ενωμένα με ύλη άλλης σύστασης2. το ουδ. ως ουσ. το χαλικοπαγές(πετρογρ.) χονδρόκοκκο κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, τα οποία είναι συγκολλημένα μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + -παγής (< θ. παγ- τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-πάγ-ην), πρβλ. σιδηρο-παγής].
Dictionary of Greek. 2013.